ιχνάδι

ιχνάδι
και αχνάδι τό (Μ ἰχνάδιν)
ίχνος («ἀγάπην εἶδα μετ' αὐτήν, εἶχ' ἐντροπῆ ἰχνάδιν», Λίβ. και Ροδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἴχνος + -άδι (πρβλ. κροκ-άδι, σκοτ-άδι). Ο τ. αχνάδι προήλθε με προληπτική αφομοίωση τού αρκτικού φωνήεντος ι- προς το φωνήεν που ακολουθεί (πρβλ. απάνω < επάνω)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”